Nέα Aνάκτορα, σήμερα Προεδρικό Mέγαρο
Σήμερα Προεδρικό Μέγαρο

Ηρώδου Αττικού & Βασ. Γεωργίου, 1890-97

Αρχιτέκτων
Εrnst Ziller (1837-1923)



Tα εκλεκτικιστικά Nέα Aνάκτορα ανήκουν στα επιβλητικότερα έργα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Εrnst Ziller. H ιστορία τους άρχισε αμέσως μετά τη γέννηση του διαδόχου Κωνσταντίνου, το 1868, όταν η Κυβέρνηση αποφάσισε να δωρίσει ιδιαίτερη κατοικία στον Διάδοχο του θρόνου με την ενηλικίωσή του. Για τον λόγο αυτό παραχωρήθηκε το οικόπεδο, εκτάσεως 37 στρεμμάτων, το οποίο περιελάμβανε το σημερινό Προεδρικό μέγαρο αλλά και τον Εθνικό Κήπο, εκτάσεως 66 στρεμμάτων. Το 1888, εποχή των αρραβώνων του Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, ανατέθηκε στον φημισμένο Σάξονα αρχιτέκτονα Εrnst Ziller η μελέτη για την κατασκευή του ανακτόρου του Διαδόχου. Η μελέτη ολοκληρώθηκε το 1890, η κατασκευή του αρχικού κτιρίου άρχισε το 1891 και αποπερατώθηκε το 1897. Τα σχέδια του Ziller για το κτίριο ήταν εφαρμογή απλοποιημένης μορφολογίας των ανεκτέλεστων σχεδίων του Theophilus von Hansen για τα θερινά Ανάκτορα.
Η διαρρύθμιση είχε χαρακτήρα ιδιωτικού μεγάρου. Η κάτοψη του αρχικού κτιρίου είναι ορθογωνική. Οι χώροι διατάσσονται γύρω από το χωλλ του κεντρικού κλιμακοστασίου το οποίο βρίσκεται στη συνέχεια του άξονα της κύριας εισόδου, έχει διπλό ύψος, φωτίζεται από την οροφή και περιβάλλεται από στοές με κίονες ιωνικού ρυθμού στο ισόγειο και κορινθιακού στον όροφο. Το κτίριο αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους. Η πρόσοψη έχει τριμερή διάταξη με τονισμό των πλάγιων πτερύγων που προεξέχουν από το κυρίως σώμα του κτιρίου. Ο άξονας τονίζεται με το πρόπυλο της εισόδου, το οποίο έχει τέσσερις ιωνικούς κίονες και εξώστη στη στάθμη του πρώτου ορόφου. Καθ’ ύψος το κτίριο χωρίζεται σε βάση, κορμό που αντιστοιχεί στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο και στέψη που περιλαμβάνει τον δεύτερο όροφο και το στηθαίο. Η στέψη έχει ιδιαίτερο βάρος – κάτω από τα γείσα η ζωφόρος υπερβαίνει τη συνήθη κλίμακα – προφανώς για την δημιουργία ικανής επιφάνειας φωτισμού του τελευταίου ορόφου, και συντίθεται από την εναλλαγή διδύμων ανοιγμάτων και ανάγλυφων θωρακίων μετόπης.
Σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια του Ziller επρόκειτο να τοποθετηθούν αγάλματα στους γωνιακούς πεσσούς του στηθαίου, στις άκρες των πλάγιων πτερύγων.
O κορμός διακόπτεται από οριζόντια κυματοειδή γείσα στις στάθμες των ορόφων ενώ οι γωνίες του κτιρίου διαμορφώνονται από ψευδογωνιόλιθους (rustico). Τα πλήρη μεταξύ ανοιγμάτων και γείσων καλύπτονται από πατητό σοβά με ψευδισόδομες χαράξεις. Τέλος η βάση αποτελείται από πελεκητή μαρμαρόπετρα στην πρόσοψη, η οποία επεκτείνεται σε μικρό μέρος των πλάγιων όψεων, και κατά τα λοιπά από κυφωτούς ψευδόλιθους.
Μετά την καταστροφή των Παλαιών Ανακτόρων από πυρκαγιά η βασιλική οικογένεια μετακινήθηκε στο ανάκτορο του Διαδόχου που έκτοτε γίνεται γνωστό ως «Νέα Ανάκτορα». Τότε επεκτείνεται το αρχικό κτίριο με προσθήκη της αίθουσας χορού (σήμερα αίθουσα διαπιστευτηρίων).
Από τα πρωτότυπα σχέδια του Τσίλλερ, προκύπτει ότι από το 1892 έγιναν διάφορες προτάσεις για την προσθήκη, η οποία μελετήθηκε το 1909 και πραγματοποιήθηκε το 1910. Μία από τις προτεινόμενες λύσεις είναι αυτή που τελικά εφαρμόστηκε με την συμμετοχή του αρχιτέκτονα Αναστάση Μεταξά .
Η προσθήκη παρουσιάζει μορφολογική απόκλιση από τον εκλεκτισμό του αρχικού κτιρίου, με εμφανείς επιρροές από αυστηρότερα νεοκλασικά πρότυπα. Είναι μία μονώροφη πτέρυγα σε επέκταση του παλαιού κτιρίου προς βορράν . Η πρόσοψη της προσθήκης έχει στον άξονα τριπλό άνοιγμα με ιωνικούς κίονες και αετωματική στέψη. H σύνδεση προσθήκης και κυρίως κτιρίου γίνεται με πτέρυγα σε εσοχή, την οποία διατρέχει συνεχής σειρά ανοιγμάτων με πεσσούς. Ο θόλος που καλύπτει την αίθουσα χορού προτάθηκε να κατασκευαστεί με κάλυψη φύλλων προοξειδωμένου χαλκού. Από το 1909 μέχρι το 1924 (24 Μαρτίου), που καταργήθηκε η βασιλεία και ανακηρύχθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα, τα Νέα Ανάκτορα υπήρξαν η κατοικία της βασιλικής οικογένειας.
Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας, το κτίριο χρησιμοποιείται ως Κυβερνείο και κατάλυμα των τότε προέδρων της Δημοκρατίας. Tο 1935, με την παλινόρθωση της βασιλείας (Γεώργιος Β΄) το κτίριο αποκτά την αρχική του χρήση.
Το 1964, εν όψει των γάμων του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου, έγινε επέκταση του κτιρίου προκειμένου να αποκτήσει μεγάλη αίθουσα. Tα σχέδια της επέκτασης ήσαν του πολ. μηχανικού Aλέξανδρου Μπαλτατζή, της αρχιτέκτονος Μαρίας Δημητριάδου-Λουκάκου και του σκηνογράφου Kλεόβουλου Κλώνη. Η τότε επέκταση περιέλαβε και τη διάνοιξη της πύλης της οδού Μελεάγρου καθώς και τη διαμόρφωση εισόδου στην οδό Βασ. Γεωργίου. Η προσθήκη του 1964, που κατασκευάστηκε κάτω από μεγάλη χρονική πίεση, επιχειρεί ανεπιτυχώς να μιμηθεί το αρχικό κτίριο. Δεν διαφοροποιείται μορφολογικά ούτε ογκοπλαστικά και αστοχεί στη βασική της επιδίωξη, αφού η κεντρική αίθουσα του θρόνου στερείται μορφολογικού και πλαστικού ενδιαφέροντος.
Η προσθήκη έγινε κατά μήκος της οδού Βασ. Γεωργίου και στο άκρο της προς την οδό Μελεάγρου, ύστερα από καθαίρεση βοηθητικού κτίσματος κατά το μεγαλύτερο τμήμα του.
Η χρήση του μεγάρου ως κατοικίας της βασιλικής οικογένειας συνεχίστηκε μέχρι το αποτυχόν βασιλικό αντιπραξικόπημα του 1967.
Μετά τη μεταπολίτευση του 1974, χρησιμοποιείται ως Προεδρικό Μέγαρο.
Στο Προεδρικό Μέγαρο έγιναν επί μέρους εσωτερικές μετατροπές από το 1967 και μετά. Η πιο πρόσφατη επισκευή και συντήρηση έγινε το 2002 από τα αρχιτεκτονικά γραφεία των Τάκη Γαβρίλη και Μιχαήλ Τυλιανάκη με τεχνικό υπεύθυνο τον Γ. Παπαγεωργίου.


ΣYΓKOINΩNIA