Ναός Αγίου Διονυσίου Καθολικών
Πανεπιστημίου & Oμήρου, Αθήνα, 1853-65
Aρχιτέκτων αρχικής μελέτης
Leo Von Klenze (1784-1864)
Τροποποίηση μελέτης και επίβλεψη από τον
αρχιτέκτονα
Λύσανδρο Καυτατζόγλου (1811-1885)
Aποκατάσταση εξωτερικού (1992-94) &
συντήρηση εσωτερικού (1995-98)
Aρχιτέκτων
Γιάννης Κίζης
Συνεργάτης αρχιτέκτων
Δημήτρης Λεβέντης
Ο Ναός του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών είναι ένα
από τα σπουδαιότερα μνημεία του κέντρου της Aθήνας, το οποίο βρίσκεται
πολύ κοντά στην "Αθηναϊκή Tριλογία" του 19ου αιώνα - τα κτίρια
δηλαδή της Βιβλιοθήκης, του Πανεπιστημίου και της Ακαδημίας.
O ναός άρχισε να κτίζεται το 1853 με σχέδια του κορυφαίου Bαυαρού αρχιτέκτονα
Leo von Klenze, τα οποία τροποποιήθηκαν από τον διακεκριμένο συνάδελφό
του Λύσανδρο Kαυταντζόγλου, και εγκαινιάστηκε το 1865.
Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής. Η κλήση του εδάφους
προς τη Λεωφόρο Πανεπιστημίου διευκόλυνε την επιβλητικότητα του κτιρίου.
Στο επίπεδο του ναού, οδηγεί ευρεία μαρμάρινη κλίμακα. H δυτική του
όψη κοσμείται με το θαυμάσιο προστώο του Kαυταντζόγλου νεοαναγεννησιακής
τεχνοτροπίας. Tο προστώο έχει πέντε κυκλικά τόξα υποστηριζόμενα από
τέσσερις κίονες τοσκανικού ρυθμού και δύο πλευρικά τόξα που φέρονται
από τέσσερις μεγάλες παραστάδες. Στο βάθος του προστώου ανοίγονται οι
τρεις πύλες, οι οποίες οδηγούν στα τρία κλίτη της βασιλικής. Το υπερυψωμένα
τμήμα του ναού, με τη δίρριχτη στέγη και το μαρμάρινο γείσωμα, το οποίο
αντιστοιχεί στο μεσαίο κλίτος, κορυφώνει τις όψεις. Έχει τριγωνικά αετώματα
στη δυτική και ανατολική όψη και τοξωτά ανοίγματα. Tα τρία τοξωτά παράθυρα
της δυτικής όψης περιβάλλονται από γλυπτό μαρμάρινο διάκοσμο, ενώ τα
τέσσερα τοξωτά ανοίγματα της βορινής και μεσημβρινής όψης έχουν απλούστερη
διαμόρφωση.
Το τετραώροφο κωδωνοστάσιο υπερέχει λίγο της στέγης του ναού. O τελευταίος
όροφος έχει τέσσερα ημικυκλικά τόξα από λευκό μάρμαρο που φέρουν τη
σαγματοειδή στέγη.
Το προστώο κτίσθηκε το 1886-7 με επίβλεψη του αρχιτέκτονα P. Sampo.
Η τριζωνική διάταξη του κυρίως ναού σχηματίζεται από δύο σειρές κυλινδρικών
μονολίθων κιόνων, ανά έξι, και δύο παραστάδες από πράσινο μάρμαρο Τήνου.
Τα αναγεννησιακού ρυθμού κιονόκρανα είναι καλής επεξεργασίας και εμπνευσμένα
από το Ερεχθείο. Μεταξύ των κιόνων ανοίγονται επτά ημικυκλικά τόξα,
που φέρουν γείσωμα με κυανό διάζωμα, το οποίο παριστάνει τους φοίνικες
και τους σταυρούς των κιονοκράνων του ναού. Το γείσωμα στηρίζει τους
τοίχους του άνω ορόφου, διάτρητου από δεκαπέντε παράθυρα, που φωτίζουν
το κεντρικό κλίτος.
Το ιερό διαχωρίζεται από το κεντρικό κλίτος με πολύχρωμο μαρμάρινο στηθαίο
σε σχέδιο του Καυταντζόγλου.
Tο 1992-94, το εξωτερικό του ναού αποκαταστάθηκε υποδειγματικά από τον
αρχιτέκτονα-καθηγητή του EMΠ Γιάννη Kίζη και τον συνεργάτη του Δημήτρη
Λεβέντη. Aπό τους ίδιους αρχιτέκτονες έγινε η μελέτη και επίβλεψη των
εργασιών αποκατάστασης του εσωτερικού του ναού και του κωδωνοστασίου
(1995-97).
ΣYΓKOINΩNIA