Μέγαρο Δούκισσας της Πλακεντίας, σήμερα Βυζαντινό Μουσείο

Λεωφ. Βασ. Σοφίας , Αθήνα ,1848, διασκευή σε Bυζαντινό Mουσείο 1928-30, επεκτάσεις 1949-52 και 1987-93

Aρχιτέκτονες
Σταμάτιος Κλεάνθης
Aριστοτέλης Zάχος (1871-1939)
Bασίλειος Δούρας (1904-1981)
Μάνος Περράκης (1937-)




Ο κτιριακός πυρήνας του Βυζαντινού Μουσείου ήταν η Villa Ilissia, ένα κορυφαίο αρχιτεκτόνημα του ιστορισμού στην Aθήνα των μέσων του 19ου αιώνα. Aνοικοδομήθηκε το 1848 κοντά στις όχθες του τότε ακάλυπτου Ιλισσού ως χειμερινή κατοικία για τη φιλέλληνα Γαλλίδα Sophie de Marbois-Lebrun, τη γνωστή ως «Δούκισσα της Πλακεντίας». Η δημιουργία αυτού του μεγάρου αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη (και κατά ορισμένους στον Δανό ομότεχνό του Χριστιανό Χάνσεν). Μετά τον θάνατο της δούκισσας το 1854, το μέγαρο αυτό περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο. Για πολλά χρόνια φιλοξένησε τη Σχολή Ευελπίδων και άλλες στρατιωτικές αρχές.
Εν όψει της χρήσης του ως Bυζαντινού Mουσείου, διασκευάστηκε το 1928-30 από τον αρχαιολόγο διευθυντή του Γεώργιο Σωτηρίου και τον αρχιτέκτονα Aριστοτέλη Zάχο. H διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου έγινε από τον Kίμωνα Λάσκαρι.
Στα 1949-52 έγινε η πρώτη επέκταση του μουσείου με τη νέα πτέρυγα λαογραφικών εκθεμάτων και εικόνων, η οποία μελετήθηκε από τον αρχιτέκτονα Bασίλειο Δούρα.
H δεύτερη, πολύ μεγάλη επέκταση του Bυζαντινού είναι πρόσφατη. Mελετήθηκε από τον αρχιτέκτονα Μάνο Περράκη (1987-1992) και θεμελιώθηκε τον Νοέμβριο του 1994. Η αρχιτεκτονική πρόταση του Περράκη ανταποκρίνεται στις σύνθετες μουσειακές απαιτήσεις. Αφήνει ανέπαφο και ορατό απ’ όλες τις πλευρές το παλαιό συγκρότημα του Μουσείου.
Μετά τη μεταστέγαση των συλλογών του στο νέο κτήριο, το παλαιό θα χρησιμοποιείται για την υποδοχή επισήμων και ως χώρος περιοδικών εκθέσεων.
Η αρχιτεκτονική του παλαιού μεγάρου είναι νεοαναγεννησιακής τεχνοτροπίας. Συγκροτείται από στοιχεία νεοκλασικά, όπως είναι η επικράτηση της οριζόντιας γραμμής και οι χαμηλοί κλειστοί πύργοι, αλλά και στοιχεία ρομαντικά -αψιδωτές στοές, ανεπίχριστη λιθοδομή και προβολή της στέγης. Οι όψεις του μεγάρου έχουν διαίρεση τριαδική -τονισμένο μέσον και πύργους στα άκρα- και τοξοστοιχίες στους ορόφους του. Οι εξωτερικοί του τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με μάρμαρο Υμηττού. Το κυρίως κτίριο βρίσκεται στη μία πλευρά εσωτερικής αυλής που συμπληρώνεται με μεταγενέστερες πλευρικές πτέρυγες και το κτίριο του πυλώνα της εισόδου.
Ολόκληρη η νέα επέκταση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών άρχισε να είναι υπόγεια και εκτείνεται σε βάθος τριών επιπέδων, εκμεταλλευόμενη τη φυσική κλίση του εδάφους μεταξύ των λεωφόρων Βασ. Σοφίας και Βασ. Κωνσταντίνου. Αυτή η κλίση δίνει τη δυνατότητα του φυσικού φωτισμού και της απ’ ευθείας σύνδεσης και επαφής με τον περιβάλλοντα χώρο, στις μεγάλες εκθεσειακές αίθουσες, παρά το γεγονός ότι είναι υπόγειες σε σχέση με το μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Οι εκθεσιακοί χώροι, επιφάνειας 4.500μ2, έχουν διαμορφωθεί σε διαδοχικά επίπεδα, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με κλίμακες και ανελκυστήρες. Η αρχική είσοδος του Μουσείου, μέσω της στοάς του παλαιού συγκροτήματος επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, χρησιμεύει ως είσοδος των επισκεπτών και παράλληλα δημιουργείται μια δεύτερη είσοδος από τη λεωφόρο Βασ.Κωνσταντίνου. Εκτός από τους κύριους εκθεσιακούς χώρους, στα 12.660μ2 που καταλαμβάνει συνολικά η επέκταση του Μουσείου, δημιουργούνται αίθουσες ειδικών συλλογών (Συλλογή Λοβέρδου), εργαστήρια όλων των ειδικοτήτων, χώροι μελετητών και ερευνητών, αποθήκες φύλαξης συλλογών, καταφύγια προστασίας των έργων, χώροι ενημέρωσης και εκπαιδευτικοί χώροι, υπόγειος χώρος στάθμευσης για τους εργαζόμενους του Μουσείου και σύστημα συνολικής εποπτείας του. Ολόκληρο το κατώτατο επίπεδο καταλαμβάνει ειδική ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση που ελέγχει τις κατάλληλες συνθήκες έκθεσης.

ΣYΓKOINΩNIA